- στρατηλάτης
- οαυτός που διοικεί ή διοίκησε νικηφόρα στρατεύματα: Ο στρατηλάτης μπήκε θριαμβευτικά στην πόλη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στρατηλάτης — leader of an army masc nom sg στρατηλατέω lead an army into the field imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηλάτης — ο, ΝΜΑ, και θηλ. στρατηλάτις, ιδος, Α ηγέτης στρατού, στρατηγός, ανώτατος διοικητής στρατού νεοελλ. 1. διοικητής στρατού σε νικηφόρο πόλεμο 2. στρατηγός με πολλές νίκες στο ενεργητικό του («ὁ Μέγας Αλέξανδρος υπήρξε μεγάλος στρατηλάτης») αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
στρατηλάται — στρατηλάτης leader of an army masc nom/voc pl στρατηλάτᾱͅ , στρατηλάτης leader of an army masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηλατᾶν — στρατηλάτης leader of an army masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηλατῶν — στρατηλάτης leader of an army masc gen pl στρατηλατέω lead an army into the field pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηλάταις — στρατηλάτης leader of an army masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηλάταισιν — στρατηλάτης leader of an army masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηλάτην — στρατηλάτης leader of an army masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηλάτου — στρατηλάτης leader of an army masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηλάτῃ — στρατηλάτης leader of an army masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)